ατριγύριστος

ατριγύριστος
-η, -ο
1. εκείνος τον οποίο δεν τριγύρισε, δεν επισκέφθηκε πολλές φορές κανείς: Πολλά μέρη, και κοντινά μας ακόμη, τα έχω ατριγύριστα.
2. αυτός που δεν είναι περιφραγμένος, ο άφραχτος: Το καλύτερό τους ελαιοπερίβολο το είχαν ατριγύριστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατριγύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τον τριγύρισε κανείς ή που δεν είναι δυνατόν να τον τριγυρίσει 2. περιοχή ή πόλη της οποίας δεν επισκέφθηκε κανείς όλα τα μέρη 3. απερίφρακτος, αμάντρωτος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν περιστοιχίζεται από κόλακες ή αυλικούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”